ανασκαφικός

ανασκαφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανασκαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασκαφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”